- εραλδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οικόσημα ή στα εμβλήματα (α. «εραλδική παράσταση» β. «εραλδικό σχήμα»)2. το θηλ. ως ουσ. η εραλδικήη ειδικότητα στη μελέτη οικοσήμων και εμβλημάτων, οικοσημολογία, εμβληματολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. heraldique].
Dictionary of Greek. 2013.